- ἀκυρολέκτητος
- ἀκυρο-λέκτητος, ον,A incorrectly used, Eust.569.6 (ubi male ἀκυριο-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακυρολέκτητος — ακυρολέκτητος, ον (Μ) αυτός που χρησιμοποιήθηκε λανθασμένα, που δεν ειπώθηκε σωστά, με ακρίβεια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ακυρολεκτώ ο τύπος ακυρολεκτώ* είναι νεώτερος] … Dictionary of Greek